ταραχή

ταραχή
τᾰρᾰχή, also [full] τάρχη (Hsch.), ,
A disorder, physiological disturbance or upheaval, Sor.1.105, 2.59;

τοῦ πνεύματος Id.1.46

; ἡ ἀπὸ τῆς φλεβοτομίας τ. Id.2.11; esp. of the bowels,

τῆς κοιλίης Hp.Coac. 205

;

οὐδὲ θόρυβόν τινα ἢ τ. ἐν τῇ κοιλίᾳ ποιεῖ Gal.6.825

.
2 of the mind,

αἱ φρενῶν ταραχαί Pi.O.7.30

; ἀνωμαλία καὶ τ. Isoc.2.6
;

ἐν πολλῇ τ. καὶ φόβῳ ὄντας Th.3.79

;

τ. παρέχειν Pl.Phd.66d

, cf. R.602c; ἐν οἵαις ἦν τ. D.18.218; πολλὴν ἔχει τ. Arist.Pol.1268b4;

τ. μειρακιώδους μεστός Isoc.12.230

;

ταραχῆς γέμων Epicur.Sent.17

, cf. Phld. Ir.p.56 W.(pl.); διανοίας ἰσχυρὰ τ. Sor.1.46;

τὴν τ. τοῦ ὀφθαλμοῦ Thphr.Sens.81

.
3 of an army or fleet, Th.3.77, etc.; ἐν τῇ τ. in the confusion, in the mêlée, Hdt.3.126.
4 political confusion, tumult, and in pl. tumults, troubles,

πολλὴ τ. περὶ τῶν τιμέων ἐγένετο Id.4.162

, cf. 6.5; ἐν τῇ τ. Id.3.150;

αἱ τ. γεγενημέναι ἦσαν Lys.12.53

;

τ. ἐγγίγνεταί τισι Is.4.5

;

τ. ποιεῖν τισι Th.7.86

;

ἐς τ. καθιστάναι τινάς Id.4.75

, cf. Isoc.6.107, etc.;

εἰς τ. προκαθεῖναι τὴν πόλιν D.14.5

;

ἐν τ. καθεστηκέναι Isoc.12.233

;

ἐν ταραχαῖς εἶναι Id.4.138

;

ταραχῆς τε καὶ ἀνομίας μεστὴν πολιτείαν Pl.Alc.2.146b

, cf. Isoc.3.31;

τ. καθίστατο τῶν ξυμμάχων πρὸς τὴν Λακεδαίμονα Th.5.25

, cf. D.18.18;

τ. ἐμπίπτει Aeschin.3.81

; τ. διαλύειν, κατασβεννύναι, Isoc.4.134, X.Cyr.5.3.55; of rebellions or civil wars in Egypt, OGI90.20 ([place name] Rosetta), Wilcken Chr.9.11, 167.14, Mitteis Chr.31 v 29 (all ii B.C.): = Lat. tumultus, Plu.Caes.33.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ταραχῇ — ταραχή disorder fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ταραχή — disorder fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ταραχή — η, ΝΜΑ [ταράσσω] 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού ταράσσω, διατάραξη, διασάλευση 2. ανησυχία, κυρίως ψυχική, σύγχυση (α. «η γαλήνη σας γίνεται ταραχή», Σεφέρης β. «καίπερ ἐν πολλῇ ταραχῇ καὶ φόβῳ ὄντας», Θουκ.) 3. (νεοελλ. συν. στον πληθ.)… …   Dictionary of Greek

  • ταραχή — η 1. βίαιη ανακίνηση, ανακάτωμα: Η ταραχή της θάλασσας. 2. μτφ., αταξία, σύγχυση, θόρυβος: Στον πανικό επικρατεί ταραχή. 3. πληθ., διατάραξη της δημόσιας τάξης: Άρχισαν ταραχές στην Αθήνα. 4. ψυχική ανησυχία, συγκίνηση, συγκλονισμός: Μου φερε… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ταραχῆι — ταραχῇ , ταραχή disorder fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ταραχαῖς — ταραχή disorder fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ταραχαί — ταραχή disorder fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ταραχῆς — ταραχή disorder fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ταραχῇσι — ταραχή disorder fem dat pl (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ταραχῇσιν — ταραχή disorder fem dat pl (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ταραχήν — ταραχή disorder fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”